- λοχμώδης
- -ες (Α λογμώδης, -ῶδες) [λόχμη]1. (για τόπο) αυτός που έχει πολλές λόχμες2. αυτός που έχει πυκνή βλάστηση, δασύς σαν λόχμη, σύνδενδρος, θαμνώδης, πυκνοφυτεμένοςαρχ.1. (για υδροχαρή φυτά) αυτός που εξαπλώνεται και σχηματίζει λόχμη («φύονται δ' ἐξ ἑνὸς πυθμένος πολλοὶ [δόνακες] καὶ οὐ λοχμώδεις», Θεόφρ.)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λοχμώδηονομασία διαφόρων υδροχαρών φυτών.
Dictionary of Greek. 2013.